τόνωση
[ˈtonosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Anregungθηλυκό | Femininum, weiblich fτόνωση αναζωογόνησητόνωση αναζωογόνηση
- Kräftigungθηλυκό | Femininum, weiblich fτόνωση ενίσχυσητόνωση ενίσχυση
- Stärkungθηλυκό | Femininum, weiblich fτόνωση κ. ηθικούτόνωση κ. ηθικού