„τρέπω“: μεταβατικό ρήμα τρέπω [ˈtrepo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -άπηκ/ετράπην> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) in die Flucht schlagen examples τρέπω σε φυγή in die Flucht schlagen τρέπω σε φυγή