τεχνολογία
[texnoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Technikθηλυκό | Femininum, weiblich fτεχνολογίαTechnologieθηλυκό | Femininum, weiblich fτεχνολογίατεχνολογία
examples
- τεχνολογία θέρμανσηςHeizungstechnikθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τεχνολογία παραγωγήςFertigungstechnikθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τεχνολογία πληροφοριώνInformationstechnikθηλυκό | Femininum, weiblich f