ταμείο
[taˈmio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kasseθηλυκό | Femininum, weiblich fταμείοταμείο
examples
- κλείνω ταμείο
- ταμείο αρωγήςHilfsfondsαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ταμείο θεάτρουTheaterkasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples