„Ersatzkasse“: Femininum, weiblich ErsatzkasseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) επικουρικό ταμείο ασθένειας επικουρικό ταμείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ασθένειας Ersatzkasse Ersatzkasse