ταιριάζω
[teˈrjazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ιασα; -ιασμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
ταιριάζω
[teˈrjazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ιασα; -ιασμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- passen (με zu)ταιριάζω βρίσκομαι σε αρμονίαταιριάζω βρίσκομαι σε αρμονία
- zusammenpassenταιριάζω άνθρωποι, πράγματαταιριάζω άνθρωποι, πράγματα
examples
- δεν ταιριάζουμεwir passen nicht zueinander
- (δεν) ταιριάζειes gehört sich (nicht)