„σόι“: ουδέτερο σόι [ˈsoi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sippschaft Sippschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f σόι σόι examples σόι πάει το βασίλειο er ist ganz der Vater σόι πάει το βασίλειο