σχετικός
[sçetiˈkos], σχετική, σχετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- betreffend, einschlägigσχετικός σε σχέση με κάτισχετικός σε σχέση με κάτι
- relativσχετικός όχι απόλυτοςσχετικός όχι απόλυτος
- entsprechendσχετικός ανάλογοςσχετικός ανάλογος
examples