συντροφιά
[sindroˈfja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gesellschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fσυντροφιάσυντροφιά
- Freundeskreisαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυντροφιά φιλικός κύκλοςσυντροφιά φιλικός κύκλος