συνέταιρος
[siˈneteros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Teilhaber, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνέταιροςGeschäftspartnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνέταιροςσυνέταιρος
examples
- συνεταίροςαρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f επιχείρησηςGeschäftsfreundαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f