Teilhaber
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> TeilhaberinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- συνέταιροςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fTeilhaber(συμ)μέτοχοςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fTeilhaberTeilhaber