συμφιλίωση
[simfiˈliosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Versöhnungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμφιλίωσηAussöhnungθηλυκό | Femininum, weiblich fσυμφιλίωσησυμφιλίωση
examples
- συμφιλίωση με το παρελθόνVergangenheitsbewältigungθηλυκό | Femininum, weiblich f