συμπτωματικός
[simptomatiˈkos], συμπτωματική, συμπτωματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zufälligσυμπτωματικόςσυμπτωματικός
- symptomatischσυμπτωματικός ιατρική | Medizinιατρσυμπτωματικός ιατρική | Medizinιατρ