„συμπεριφορά“: θηλυκό συμπεριφορά [simberifoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Benehmen, Verhalten, Betragen, Haltung Benehmenουδέτερο | Neutrum, sächlich n συμπεριφορά Verhaltenουδέτερο | Neutrum, sächlich n συμπεριφορά Betragenουδέτερο | Neutrum, sächlich n συμπεριφορά Haltungθηλυκό | Femininum, weiblich f συμπεριφορά συμπεριφορά