συγχορδία
[siŋxorˈðia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Akkordαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυγχορδίασυγχορδία
examples
- συγχορδία λήξηςSchlussakkordαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- συγχορδία σε αρχική θέσηGrundakkordαρσενικό | Maskulinum, männlich m