„στρώση“: θηλυκό στρώση [ˈstrosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schicht Schichtθηλυκό | Femininum, weiblich f στρώση στρώση examples στρώση λίπους Fettfilmαρσενικό | Maskulinum, männlich m στρώση λίπους