„στάλα“: θηλυκό στάλα [ˈstala]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tropfen Tropfenαρσενικό | Maskulinum, männlich m στάλα στάλα examples μια στάλα ein bisschen, ganz wenig μια στάλα