σπουδές
[spuˈðes]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Studiumουδέτερο | Neutrum, sächlich nσπουδέςσπουδές
examples
- σπουδές αρχαίων ελληνικώνGräzistikθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σπουδές ελληνικού πολιτισμούHellenistikθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σπουδές επικοινωνίας και ΜΜΕMedienwissenschaftenπληθυντικός | Plural pl
hide examplesshow examples