„σκίτσο“: ουδέτερο σκίτσο [ˈskjitso]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Skizze, Zeichnung Skizzeθηλυκό | Femininum, weiblich f σκίτσο Zeichnungθηλυκό | Femininum, weiblich f σκίτσο σκίτσο