σιδερένιος
[siðeˈreɲos], σιδερένια, σιδερένιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- eisernσιδερένιος κ. υγεία, θέλησησιδερένιος κ. υγεία, θέληση
- Eisen-σιδερένιοςσιδερένιος
examples
- σιδερένια γροθιάθηλυκό | Femininum, weiblich fSchlagringαρσενικό | Maskulinum, männlich m