σερβίτσιο
[serˈvitsjo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Tafel-)Serviceουδέτερο | Neutrum, sächlich nσερβίτσιο(Ess-)Geschirrουδέτερο | Neutrum, sächlich nσερβίτσιοσερβίτσιο
examples
- σερβίτσιο για το ψάριFischbesteckουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σερβίτσιο τσαγιούTeeserviceουδέτερο | Neutrum, sächlich n