πυρκαγιά
[pirkaˈja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Brandαρσενικό | Maskulinum, männlich mπυρκαγιάπυρκαγιά
examples
- πυρκαγιά θαμνώδους έκτασηςBuschfeuerουδέτερο | Neutrum, sächlich n