„Buschfeuer“: Neutrum, sächlich BuschfeuerNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πυρκαγιά θαμνώδους έκτασης πυρκαγιάFemininum, weiblich | θηλυκό f θαμνώδους έκτασης Buschfeuer Buschfeuer