πτυσσόμενος
[ptiˈsomenos], πτυσσόμενη, πτυσσόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (zusammen)klappbar, ausziehbarπτυσσόμενοςπτυσσόμενος
examples
-
- πτυσσόμενη σκάλαθηλυκό | Femininum, weiblich fAusziehleiterθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
hide examplesshow examples