πρόνοια
[ˈpronia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fürsorgeθηλυκό | Femininum, weiblich fπρόνοια μέριμναπρόνοια μέριμνα
examples
- κοινωνική πρόνοιαSozialfürsorgeθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- Jugendfürsorgeθηλυκό | Femininum, weiblich f