προσφέρω
[proˈsfero]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-α; -θηκα; -μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- anbieten (σε κάποιον jemandem)προσφέρω ποτό, βοήθεια, για πώλησηπροσφέρω ποτό, βοήθεια, για πώληση
- bietenπροσφέρω προτείνω ποσό για αγοράπροσφέρω προτείνω ποσό για αγορά
- überreichen, gebenπροσφέρω δίνωπροσφέρω δίνω
- spendenπροσφέρω αίμαπροσφέρω αίμα