„προσευχή“: θηλυκό προσευχή [prosefˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gebet Gebetουδέτερο | Neutrum, sächlich n προσευχή θρησκεία | Religionθρησκ προσευχή θρησκεία | Religionθρησκ examples λέω προσευχή das Tischgebet sprechen λέω προσευχή