πράξη
[ˈpraksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πράξη
- Praxisθηλυκό | Femininum, weiblich fπράξη υλοποίησηπράξη υλοποίηση
- Übungθηλυκό | Femininum, weiblich fπράξη άσκηση, πείραπράξη άσκηση, πείρα
- Aktαρσενικό | Maskulinum, männlich mπράξη θέατρο | Theaterθεατπράξη θέατρο | Theaterθεατ
examples
- Πράξειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl των ΑποστόλωνApostelgeschichteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πράξη αντεκδίκησηςVergeltungsschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πράξη ανυπακοήςTrotzreaktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples