Heiratsurkunde
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ληξιαρχική πράξηFemininum, weiblich | θηλυκό f γάμουHeiratsurkunde Rechtswesen | νομικός όροςJURHeiratsurkunde Rechtswesen | νομικός όροςJUR