„πολεμώ“: αμετάβατο ρήμα πολεμώ [poleˈmo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ησα; -ήθηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Krieg führen, kämpfen, sich bemühen Krieg führen (+αιτιατική | +Akkusativ+akk κατά+γενική | +Genitiv +gen gegen) πολεμώ κάνω πόλεμο πολεμώ κάνω πόλεμο kämpfen πολεμώ αγωνίζομαι πολεμώ αγωνίζομαι sich bemühen πολεμώ προσπαθώ πολεμώ προσπαθώ „πολεμώ“: μεταβατικό ρήμα πολεμώ [poleˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bekämpfen bekämpfen πολεμώ καταπολεμώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ πολεμώ καταπολεμώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ