ποινή
[piˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Strafeθηλυκό | Femininum, weiblich fποινή νομικός όρος | Rechtswesenνομποινή νομικός όρος | Rechtswesenνομ
examples
- χρηματική ποινήGeldstrafeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- θανατική ποινήTodesstrafeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ποινή ανηλίκουJugendstrafeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples