Strafe
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- τιμωρίαFemininum, weiblich | θηλυκό fStrafeStrafe
- ποινήFemininum, weiblich | θηλυκό fStrafe Rechtswesen | νομικός όροςJURStrafe Rechtswesen | νομικός όροςJUR
- χρηματική ποινήFemininum, weiblich | θηλυκό fStrafe GeldstrafeπρόστιμοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nStrafe GeldstrafeStrafe Geldstrafe