πνεύμα
[ˈpnevma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Geistαρσενικό | Maskulinum, männlich mπνεύμαπνεύμα
examples
- το Άγιο Πνεύμα θρησκεία | Religionθρησκder Heilige Geistαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- του Αγίου Πνεύματος θρησκεία | ReligionθρησκPfingstenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
hide examplesshow examples