„Zeitgeist“: Maskulinum, männlich ZeitgeistMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πνεύμα της εποχής πνεύμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n της εποχής Zeitgeist Zeitgeist