πλαστός
[plasˈtos], πλαστή, πλαστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- πλαστό χαρτονόμισμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nFalschgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n