„περίπτωση“: θηλυκό περίπτωση [peˈriptosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fall Fallαρσενικό | Maskulinum, männlich m περίπτωση περίπτωση examples σε κάθε περίπτωση auf jeden Fall σε κάθε περίπτωση σε καμιά περίπτωση auf keinen Fall σε καμιά περίπτωση εν πάση περιπτώσει jedenfalls εν πάση περιπτώσει σε περίπτωση που falls σε περίπτωση που σε περίπτωση+γενική | +Genitiv +gen im Falle von σε περίπτωση+γενική | +Genitiv +gen περίπτωση έκτακτης ανάγκης Notfall περίπτωση έκτακτης ανάγκης περίπτωση πολέμου Kriegsfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m περίπτωση πολέμου hide examplesshow examples