πελάτης
[peˈlatis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, πελάτισσα [peˈlatisa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πελάτης
- Gastαρσενικό | Maskulinum, männlich mπελάτης εστιατορίουπελάτης εστιατορίου
- Patientαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπελάτης γιατρούπελάτης γιατρού
- Mandantαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπελάτης δικηγόρουπελάτης δικηγόρου
examples
- πελάτης πόρνηςFreierαρσενικό | Maskulinum, männlich m