„Mandant“: Maskulinum, männlich MandantMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-en; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πελάτης πελάτηςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Mandant Rechtswesen | νομικός όροςJUR Mandant Rechtswesen | νομικός όροςJUR