„παρκάρω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα παρκάρω [parˈkaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) parken. parken. παρκάρω παρκάρω examples παρκάρω με την όπισθεν rückwärts einparken παρκάρω με την όπισθεν