παραδίδω
[paraˈðiðo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- überreichen (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)παραδίδω δίνωπαραδίδω δίνω
- anliefernπαραδίδω εμπόρευμαπαραδίδω εμπόρευμα
- aufgebenπαραδίδω αποσκευέςπαραδίδω αποσκευές
- παραδίδω ιδιαίτερο μάθημα
examples
- παραδίδω τα όπλαdie Waffen strecken