„παράπηγμα“: ουδέτερο παράπηγμα [paˈrapiɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Baracke Barackeθηλυκό | Femininum, weiblich f παράπηγμα παράπηγμα