„πάνοπλος“ πάνοπλος [ˈpanoplos], πάνοπλη, πάνοπλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gut gerüstet gut gerüstet πάνοπλος πάνοπλος