ορισμός
[orizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Definitionθηλυκό | Femininum, weiblich fορισμός μιας έννοιαςορισμός μιας έννοιας
- Festsetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fορισμός καθορισμόςορισμός καθορισμός