„ολοφάνερος“ ολοφάνερος [oloˈfaneros], ολοφάνερη, ολοφάνεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) offensichtlich, offenkundig offensichtlich, offenkundig ολοφάνερος ολοφάνερος