„οδοιπορώ“: αμετάβατο ρήμα οδοιπορώ [oðipoˈro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wandern, reisen wandern, reisen οδοιπορώ οδοιπορώ