„wandern“: intransitives Verb wandernintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κάνω πεζοπορία, οδοιπορώ, περιφέρομαι, τριγυρίζω, τριγυρίζω πλανιέμαι κάνω πεζοπορία, οδοιπορώ wandern eine Wanderung machen wandern eine Wanderung machen περιφέρομαι, τριγυρίζω wandern schlendern wandern schlendern τριγυρίζω wandern Gedanken wandern Gedanken πλανιέμαι wandern Blick wandern Blick