ξενόγλωσσος
[kseˈnoɣlosos], ξενόγλωσση, ξενόγλωσσοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- fremdsprachigξενόγλωσσοςξενόγλωσσος
examples
- ξενόγλωσσο λεξικόουδέτερο | Neutrum, sächlich nFremdwörterbuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n