„ξενιτεύομαι“: αποθετικό ρήμα ξενιτεύομαι [kseniˈtevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-τηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) auswandern, ins Ausland gehen auswandern, ins Ausland gehen ξενιτεύομαι ξενιτεύομαι