„ξεμυαλίζω“: μεταβατικό ρήμα ξεμυαλίζω [ksemjaˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) jemandem den Kopf verdrehen jemanden verführen examples ξεμυαλίζω κάποιον jemandem den Kopf verdrehen ξεμυαλίζω κάποιον ξεμυαλίζω κάποιον jemanden verführen ξεμυαλίζω κάποιον