„ξένα“: πληθυντικός ουδετέρου ξένα [ˈksena]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ferne, Fremde Ferneθηλυκό | Femininum, weiblich f ξένα Fremdeθηλυκό | Femininum, weiblich f ξένα ξένα